- παρδίδωμι
- Α(ποιητ. τ.) βλ. παραδίδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρδίδωμ' — παρδίδωμι , παραδίδωμι give pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek